- κατώτατον
- κάτοςfollowingmasc acc superl sgκάτοςfollowingneut nom/voc/acc superl sgκατώτατοςlowestmasc acc sgκατώτατοςlowestneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατώτατος — η, ο (ΑΜ κατώτατος, άτη, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.) νεοελλ. 1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή») 2. αυτός που έχει την πιο … Dictionary of Greek
νειότατον — (Α) [νειός) (κατά τον Ησύχ.) «κατώτατον» … Dictionary of Greek
περίδειρον — τὸ, Α 1. η περιφέρεια τού τραχήλου 2. (κατά τον Ησύχ.) «περίδειρον τὸ κατώτατον τῆς περιγραφῆς τοῡ τραχήλου». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δειρον (< δειρή / δέρη «λαιμός, τράχηλος»)] … Dictionary of Greek